- απεκείθε
- κ. απεκείθενε (Μ ἀπεκεῑθεν) επίρρ.1. από εκεί, από κείνο το μέρος2. από κει, διαμέσου3. προς τα εκεί4. από την άλλη μεριά, από τ' άλλο μέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουβλιά — η / σουβλέα, Ν Μ, και σουγλιά Ν [σούβλα / σούγλα] τρύπημα ή πλήγμα με σουβλί, καθώς και το τραύμα που προκαλείται από αυτό («καὶ κρούω σουβλέαν τὸ χέρι μου καὶ διέβην ἀπεκεῑθε», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. μτφ. οξύς και διαπεραστικός πόνος, σφάχτης 2. τα… … Dictionary of Greek